- προτελής
- προτελήςoffered before a marriagemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προτελής — (proteles cristatus). Θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ο π. διακρίνεται από τις πραγματικές ύαινες, είτε από τη μικρότερη ανάπτυξη του μπροστινού τμήματος του σώματος είτε από την οδοντοφυΐα, που έχει 4 δόντια… … Dictionary of Greek
προτελεῖ — προτελέω pay pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) προτελέω pay pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) προτελέω pay fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) προτελέω pay fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) προτελέω pay pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτέλεια — ἡ, Α [προτελής] προπληρωμή, προκαταβολή … Dictionary of Greek
προτελίζω — Α [προτελής] 1. μυώ ή καθιερώνω με τελετή πριν από τον γάμο («προτελίζω τὴν νεάνιδα Ἀρτέμιδι» οδηγώ νεαρή κόρη μπροστά στον βωμό τής Αρτέμιδος πριν από τον γάμο της ώστε να προσφέρει τη γαμήλια θυσία, Ευρ.) 2. παθ. προτελίζομαι προμυούμαι,… … Dictionary of Greek
προτελώ — έω, Α [προτελής] 1. πληρώνω ως φόρο 2. πληρώνω, δαπανώ εκ τών προτέρων («ἔδει γὰρ προτελέσαι τι πρὸς τὰς θυσίας», Λουκ.) 3. δανείζω εκ τών προτέρων 4. προμυώ, προπαρασκευάζω κάποιον για ένα μυστήριο («ψυχὴ προκαθαίρεται ὥσπερ ἐν ἱεροῑς… … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek